ζενιθιακός

ζενιθιακός
ζενιθιακός, -ή, -ό και ζενιθικός, -ή, -ό
ό,τι έχει σχέση με το ζενίθ: Ζενιθική απόσταση (η απόσταση ενός αστεριού από το ζενίθ του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζενιθιακός — και ζενιθικός, ή, ό και ζενίθ(ε)ιος, α, ο [ζενίθ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζενίθ («ζενιθιακή απόσταση αστέρα») …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ζενιθικός — ή, ό βλ. ζενιθιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”