- ζενιθιακός
- ζενιθιακός, -ή, -ό και ζενιθικός, -ή, -όό,τι έχει σχέση με το ζενίθ: Ζενιθική απόσταση (η απόσταση ενός αστεριού από το ζενίθ του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.